εργαλείο
Προφορά
Ετυμολογία
εργαλείο αρχαία ελληνική ἐργαλεῖον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το εργαλείο
✦ όργανο χρήσιμο σε τεχνική εργασία, σύνεργο
✦ (μτφ. ) βοήθημα, απαραίτητο μέσο για τη μελέτη, εργασία, σπουδή κτλ.: τα λεξικά είναι απαραίτητα εργαλεία για τους σπουδαστές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–