έργο
Προφορά
Ετυμολογία
έργο αρχαία ελληνική ἔργον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το έργο
✦ σύνολο ενεργειών και προσπαθειών για να εκτελεστεί κάτι, να επιτευχθεί ορισμένος σκοπός, εργασία, δουλειά
✦ δημιούργημα: έργο των θεών
✦ επάγγελμα βιοποριστικό
✦ προϊόν σωματικής ή πνευματικής εργασίας: έργο τέχνης – έργο των χειρών μου – έργο γλυπτικής – ζωγραφικής κτλ.
✦ (ειδ.) λογοτεχνικό ή θεατρικό κείμενο, ή κινηματογραφική ταινία
✦ (μτφ. ) πράξη καλή ή κακή
✦ καθήκον, υποχρέωση: έργο μας είναι να διαφυλάξουμε τη δημοκρατία
✦ (φυσ.) προϊόν δυνάμεως που κατανικά αντίσταση: το μηχανικό έργο είναι μορφή ενέργειας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–