εργένισσα


εργένισσα
Προφορά

Ετυμολογία
εργένισσα └τουρκ┘ergen

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εργένισσα

✦ θηλ. εργένισσα άγαμος
✦ που ζει μόνος, χωρίς οικογένεια

Συνώνυμα
μπεκιάρης
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.