επιβήτορας


επιβήτορας
Προφορά

Ετυμολογία
επιβήτορας αρχαία ελληνική ἐπιβήτωρ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο επιβήτορας

✦ (για ζώα κ. ειρων. για πρόσωπα) βατευτής: επιβήτορες ίπποι
(μτφ. ) πρόσωπο που δια της βίας ή με πλάγια μέσα αναρριχήθηκε σε αξίωμα: εν καιρώ, οι επιβήτορες της εξουσίας θα δώσουν λόγο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.