εξελκώνω


εξελκώνω
Προφορά

Ετυμολογία
εξελκώνω αρχαία ελληνική ἐξελκόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα εξελκώνω

✦ μεταβάλλω σε έλκος, προξενώ έλκος
✦ (μέσ.) εξελκώνομαι κ. εξελκούμαι, -ούσαι, -ούται, σχηματίζω έλκος, μεταβάλλομαι σε έλκος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.