εξελίσσω
Προφορά
Ετυμολογία
εξελίσσω αρχαία ελληνική ἐξελίσσω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εξελίσσω
✦ αναπτύσσω, ξετυλίγω
✦ μετασχηματίζω, μεταμορφώνω με διαδοχικές μεταβολές
✦ (μέσ.) εξελίσσομαι, μεταμορφώνομαι βαθμιαία, προοδεύω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–