εξαντλώ
Προφορά
Ετυμολογία
εξαντλώ αρχαία ελληνική ἐξαντλέω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εξαντλώ -είς, -εί
✦ ξοδεύω ως το τέλος, σώνω
✦ (μτφ. ) χρησιμοποιώ ως το τέλος: εξαντλήσαμε όλα τα μέσα
✦ (μτφ. ) εξασθενίζω, οδηγώ σε πλήρη αδυναμία: τον εξάντλησε ο πυρετός – είν’ ένας γέροντας. Εξηντλημένος και κυρτός (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–