εξανθράκωση
Προφορά
Ετυμολογία
εξανθράκωση εξανθρακώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εξανθράκωση
✦ ολική ή μερική αφαίρεση του άνθρακα από μεταλλουργικά προϊόντα
✦ φυσική ή βιομηχανική μετατροπή οργανικών ουσιών σε άνθρακα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–