εντεροτοξίνη
Προφορά
Ετυμολογία
εντεροτοξίνη έντερον + τοξίνη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εντεροτοξίνη
✦ εύχρ. ιδ. στον πληθ. εντεροτοξίνες, τοξίνες που παράγονται από τα βακτήρια μολυσμένου τροφίμου και απορροφώνται από το τοίχωμα του εντέρου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–