εντοπιστικός


εντοπιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
εντοπιστικός εντοπίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ εντοπιστικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στην εντόπιση, που γίνεται για εντοπισμό: εντοπιστικά μέτρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.