ενδοσκόπηση
Προφορά
Ετυμολογία
ενδοσκόπηση ένδον + σκοπέω-ώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ενδοσκόπηση
✦ η εξέταση κοιλότητας του σώματος
✦ η εξέταση των ψυχικών φαινομένων και λειτουργιών με αυτοπαρατήρηση: με την μελέτη, την αυτοσυγκέντρωση και την ενδοσκόπηση θ’ ανακάλυπτε το νόημα της ζωής του (Β. Μοσκόβης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–