εμποδίζω


εμποδίζω
Προφορά

Ετυμολογία
εμποδίζω αρχαία ελληνική ἐμποδίζω

Ερμηνεία
ρήμα εμποδίζω

✦ βάζω εμπόδιο, δεν επιτρέπω, απαγορεύω

Συνώνυμα
κωλύω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.