εμπειροτέχνισσα
Προφορά
Ετυμολογία
εμπειροτέχνισσα έμπειρος + τέχνη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο εμπειροτέχνισσα
✦ θηλ. εμπειροτέχνισσα (Κ -χνις, -ιδος) που γνωρίζει καλά και γνωματεύει έγκυρα για ζητήματα της τέχνης του, μάστορης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–