ελιά
Προφορά
Ετυμολογία
ελιά αρχαία ελληνική ἐλαία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ελιά
✦ καρποφόρο δέντρο της οικογένειας των ελαιοειδών, ελαιόδεντρο: γέρικη ελιά, που γέρνεις, με τη λίγη πρασινάδα που γύρω σε τυλίγει (Λ. Μαβίλης)
✦ ο καρπός του ελαιόδεντρου: κι η ελιά γλυκιά στα στόματα καθώς το φως στα μάτια (Άγγ. Σικελιανός)
✦ μελανή φυσική κηλίδα του δέρματος, σπίλος: έχεις ελιά στα στήθη σου, ελιά στην αμασχάλη (δημ. τραγ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–