ελικοειδής


ελικοειδής
Προφορά

Ετυμολογία
ελικοειδής μεταγενέστερη ελληνική ἑλικοειδής

Ερμηνεία
επίθετο┘ ελικοειδής -ής, -ές

✦ ο όμοιος με έλικα (στο σχήμα ή στην κίνηση)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.