ελασίτης


ελασίτης
Προφορά

Ετυμολογία
ελασίτης Ε.Λ.Α.Σ. (= Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ελασίτης

✦ θηλ. ελασίτισσα μέλος του Ε.Λ.Α.Σ. κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1941-44)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.