ελαιοπαραγωγός


ελαιοπαραγωγός
Προφορά

Ετυμολογία
ελαιοπαραγωγός έλαιον + παραγωγός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η ελαιοπαραγωγός

✦ ο παραγωγός λαδιού
✦ (κ. ως επίθ.): ελαιοπαραγωγός χώρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.