εκπλήττω
Προφορά
Ετυμολογία
εκπλήττω αρχαία ελληνική ἐκπλήσσω
Ερμηνεία
εκπλήττω
✦ κ. εκπλήσσω ρ. (εξέπληξα) προκαλώ έκπληξη, ξαφνιάζω: με εκπλήσσει η στάση του – τα αποτελέσματα ήταν τα αναμενόμενα, δεν εξέπληξαν κανένα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–