εκκένωση
Προφορά
Ετυμολογία
εκκένωση μεταγενέστερη ελληνική ἐκκένωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εκκένωση
✦ άδειασμα
✦ αποχώρηση από κάποιον χώρο: εκκένωση του κτιρίου – της πλατείας
✦ (στρατ.) αποχώρηση του στρατού από κατεχόμενη χώρα ή φρούριο
✦ (φυσ.) ηλεκτρική εκκένωση, διέλευση ηλεκτρικών φορτίων από ένα σώμα σε άλλο το οποίο έχει διαφορετικό ηλεκτρικό δυναμικό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–