εκκοκκιστικός


εκκοκκιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
εκκοκκιστικός εκκοκκίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ εκκοκκιστικός -ή, -ό

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στην εκκόκκιση, που χρησιμεύει για εκκόκκιση: εκκοκκιστικό μηχάνημα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.