εισοδηματικός
Προφορά
Ετυμολογία
εισοδηματικός εισόδημα
Ερμηνεία
└επίθετο┘ εισοδηματικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στο εισόδημα: κινητοποιήσεις και απεργίες για εισοδηματικές βελτιώσεις (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
✦ ο σχετικός με το εθνικό εισόδημα: η εισοδηματική πολιτική της κυβερνήσεως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–