εισβάλλω
Προφορά
Ετυμολογία
εισβάλλω αρχαία ελληνική εἰσβάλλω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εισβάλλω
✦ μπαίνω με εχθρικό σκοπό: τουρκικά στρατεύματα εισέβαλαν στο κυπριακό έδαφος
✦ μπαίνω ορμητικά, με φούρια: εισέβαλε στο γραφείο μου αναστατωμένος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–