εισακτέος


εισακτέος
Προφορά

Ετυμολογία
εισακτέος εισάγω

Ερμηνεία
επίθετο┘ εισακτέος -α, -ο

✦ που πρέπει να εισαχθεί
✦ πληθ. εισακτέοι, που απέκτησαν το δικαίωμα εγγραφής σε εκπαιδευτικό ίδρυμα, οι επιτυχόντες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.