εικάζω
Προφορά
Ετυμολογία
εικάζω αρχαία ελληνική εἰκάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εικάζω
✦ συμπεραίνω: μπορούμε να εικάσουμε ότι και αυτό είναι αξιοπρόσεχτο (Γ. Σεφέρης)
✦ υποθέτω: αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει (Κ. Καβάφης)
✦ εικάζεται, μου φαίνεται: στον ύπνο ξάφνου, στ’ όνειρο, μου εικάστη ν’ αντηχεί κελαηδισμός ακράτητος (Άγγ. Σικελιανός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–