είδος
Προφορά
Ετυμολογία
είδος αρχαία ελληνική εἶδος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το είδος
✦ η εξωτερική όψη των πραγμάτων, μορφή, σχήμα
✦ ηθική ή υλική ποιότητα
✦ πράγμα, αντικείμενο ορισμένης χρήσεως
✦ (γεν.) κάτι που έχει δικά του χαρακτηριστικά
✦ (ζωολ. – φυτολ.) η κατώτερη μονάδα διαιρέσεως των οργανισμών που έχουν κοινά χαρακτηριστικά
✦ φρ. εν είδει, σαν, με τη μορφή
✦ ειδών ειδών, κάθε λογής, λογιών λογιών: υπάρχουν ειδών ειδών άνθρωποι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–