ειδή


ειδή
Προφορά

Ετυμολογία
ειδή είδος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ειδή

✦ η εξωτερική όψη, η φυσιογνωμία: αγγέλου αν έχεις την ειδή, μα είν’ η ψυχή σου μαύρη (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.