εγκόλπιο
Προφορά
Ετυμολογία
εγκόλπιο μεσαιωνική ελληνική ἐγκόλπιον, └ουδ┘ του επιθέτου ἐγκόλπιος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το εγκόλπιο
✦ κόσμημα επιστήθιο
✦ φυλαχτό
✦ μικρό βιβλίο, με σύντομη περίληψη των γνώσεων που ανάγονται σε ορισμένο κλάδο επιστήμης, τέχνης, διδασκαλίας κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–