εγκολπίας


εγκολπίας
Προφορά

Ετυμολογία
εγκολπίας αρχαία ελληνική ἐγκολπίας

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εγκολπίας

✦ άνεμος που πνέει στο στόμιο κόλπου με κατεύθυνση προς τον μυχό, μπουκαδούρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.