εγκυκλοπαίδεια
Προφορά
Ετυμολογία
εγκυκλοπαίδεια └γαλλ┘ encyclopédie
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εγκυκλοπαίδεια
✦ έργο που περιέχει (ιδ. σε αλφαβητική σειρά) συνοπτική έκθεση του συνόλου των ανθρώπινων γνώσεων (ή και των γνώσεων που ανάγονται σε ορισμένη επιστήμη)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–