είκοσι ένα
Προφορά
Ετυμολογία
είκοσι ένα – Η ετυμολογία λείπει.
Ερμηνεία
είκοσι ένα
✦ κ. -μιά, είκοσι ένα αριθμός, ποσότητα από είκοσι και μία μονάδες: είκοσι ένας άνδρες – η απόφαση των είκοσι ενός συμβούλων – τα επιδόματα των είκοσι μιας εργατριών – είκοσι μία γυναίκες – είκοσι ένα παιδιά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–