δύναμαι


δύναμαι
Προφορά

Ετυμολογία
δύναμαι αρχαία ελληνική δύναμαι

Ερμηνεία
δύναμαι

✦ κ. δύνομαι ρ. (δυνήθηκα) μπορώ, έχω τη δύναμη
✦ αντέχω: δεν ημπορώ, δε δύναμαι τους Τούρκους να δουλεύω (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.