δυναμάρι


δυναμάρι
Προφορά

Ετυμολογία
δυναμάρι μεσαιωνική ελληνική δυναμάριν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το δυναμάρι

✦ φρούριο, οχυρό: τους βράχους, που στέκουν εκεί σα δυναμάρια, να διαφεντεύουν την πολιτεία (Π. Πρεβελάκης)
✦ καθετί που χρησιμοποιείται για να ενισχυθεί η στερεότητα, αντοχή ή ευστάθεια άλλου αντικειμένου: ανασήκωνε ένα μεγάλο κορμό, να τον σφηνώσει δυναμάρι σε μια λασκαρισμένη ξυλοδεσιά (Ν. Καζαντζάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.