δυσγενεσία
Προφορά
Ετυμολογία
δυσγενεσία δυσ- + γένεσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δυσγενεσία
✦ (βιολ.) το φαινόμενο κατά το οποίο η διασταύρωση ατόμων διαφορετικών ειδών δίνει απογόνους στείρους μεταξύ τους και γόνιμους με άτομα της πατρικής ή της μητρικής γενιάς, με τους οποίους δίνουν απογόνους οριστικά στείρους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ευγενεσία
Επιρρήματα
–