δυσδιάκριτος
Προφορά
Ετυμολογία
δυσδιάκριτος δυσ- + αρχαία ελληνική διακριτός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ δυσδιάκριτος -η, -ο
✦ που δύσκολα διακρίνεται: φάρος θολός, δυσδιάκριτος και μακρινός (Τ. Παπατσώνης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ευδιάκριτος
Επιρρήματα
δυσδιάκριτα (Κ δυσδιακρίτως)