δυσαισθησία


δυσαισθησία
Προφορά

Ετυμολογία
δυσαισθησία αρχαία ελληνική δυσαισθησία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η δυσαισθησία

(ιατρ.) διαταραχή της φυσιολογικής αισθητικότητας εκδηλούμενη με αύξηση, μείωση ή αλλοίωσή της

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.