δυάζω
Προφορά
Ετυμολογία
δυάζω μεταγενέστερη ελληνική δυάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ δυάζω
✦ εμφανίζω κάτι υπό δύο μορφές, διχοτομώ
✦ (μέσ.) δυάζομαι, διχοτομούμαι· (μτφ. ) ακολουθώ δύο αντίθετες μεταξύ τους αρχές, θεωρίες κτλ., επαμφοτερίζω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–