διαφεντεύω
Προφορά
Ετυμολογία
διαφεντεύω μεσαιωνική ελληνική διαφεντεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διαφεντεύω
✦ εξουσιάζω, διοικώ, κυβερνώ: Εσύ… να διαφεντεύεις την Οικουμένη (Άγγ. Σικελιανός)
✦ υπερασπίζομαι: έπιανε ντουφέκι ο ραγιάς να διαφεντέψει το βιός και τη ζωή του (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–