διάφυση


διάφυση
Προφορά

Ετυμολογία
διάφυση αρχαία ελληνική διάφυσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διάφυση

✦ φύτρωμα ανάμεσα σε άλλα |(ιατρ.) το κύριο σώμα επιμήκους ιστού, εκτός από τα δύο άκρα (βλ. επίφυση)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.