διασύρω
Προφορά
Ετυμολογία
διασύρω αρχαία ελληνική διασύρω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διασύρω
✦ δυσφημίζω, εξευτελίζω δημόσια: με τις ενέργειες αυτές διέσυρε το όνομα και το αξίωμά μου – τώρα ο τουρισμός μας κάνει να διασύρουμε, χωρίς αντίδραση, τα πάντα (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–