διασυρμός


διασυρμός
Προφορά

Ετυμολογία
διασυρμός μεταγενέστερη ελληνική διασυρμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διασυρμός

✦ διαπόμπευση, δυσφήμηση της τιμής, πόμπεμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.