διασταύρωση
Προφορά
Ετυμολογία
διασταύρωση διασταυρώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η διασταύρωση
✦ η σταυροειδής διάταξη
✦ συνάντηση κινουμένων κατά γωνία
✦ το σημείο όπου γίνεται η συνάντηση αυτή
✦ μέθοδος αναπαραγωγής ζώων ή φυτών, με επιμειξία διαφορετικών ειδών ή ποικιλιών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–