διανοούμενος
Προφορά
Ετυμολογία
διανοούμενος μτχ. ενεστ. του αρχαίου ελληνικού ρ. διανοοῦμαι
Ερμηνεία
διανοούμενος
✦ μτχ. ως ουσ. θηλ. διανοούμενη (Κ -ένη) άνθρωπος με ανώτερη σκέψη και μόρφωση (λόγιος, επιστήμονας, συγγραφέας κτλ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–