διαπιστευτήριο
Προφορά
Ετυμολογία
διαπιστευτήριο αρχαία ελληνική ρ. διαπιστεύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το διαπιστευτήριο
✦ έγγραφο ή δελτίο που βεβαιώνει την ταυτότητα κάποιου
✦ πληθ. τα διαπιστευτήρια, το έγγραφο με το οποίο ορίζεται διπλωματικός αντιπρόσωπος σε ξένη χώρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–