διαμονητήριος
Προφορά
Ετυμολογία
διαμονητήριος διαμένω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ διαμονητήριος -α, -ο
✦ ο αναφερόμενος στη διαμονή σε κάποιο τόπο
✦ ουδ. το διαμονητήριον ως ουσ., έγγραφο με το οποίο παρέχεται σε αλλοδαπό άδεια διαμονής σε ορισμένο τόπο της χώρας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–