διανεύω
Προφορά
Ετυμολογία
διανεύω μεταγενέστερη ελληνική διανεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διανεύω
✦ κάνω νόημα, γνέφω: σα να διανεύει μια το ναι και μια διανεύει τ’ όχι (Γ. Βλαχογιάννης)
✦ κινώ, κινούμαι: το πρώτο χελιδόνι διανεύει ως ίσκιος άπιαστος στο δώμα απάνου κάτου (Άγγ. Σικελιανός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–