διαμεσόγαμα


διαμεσόγαμα
Προφορά

Ετυμολογία
διαμεσόγαμα διάμεσος + γαμώ

Ερμηνεία
διαμεσόγαμα

✦ ουσ. κατηγορία φυτών των οποίων τα γονιμοποιητικά μόρια δεν κινούνται μόνα τους αλλά χρειάζονται τη μεσολάβηση του αέρα, του νερού, των ζώων κτλ. για να μεταφερθούν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.