διαισθησιαρχία
Προφορά
Ετυμολογία
διαισθησιαρχία διαίσθησις + άρχω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η διαισθησιαρχία
✦ φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ότι η αληθινή γνώση κατορθώνεται με τη διαίσθηση
Συνώνυμα
διαισθητισμός, ενορατισμός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–