διαψεύδω


διαψεύδω
Προφορά

Ετυμολογία
διαψεύδω αρχαία ελληνική διαψεύδω

Ερμηνεία
ρήμα διαψεύδω

✦ αποδείχνω ή ισχυρίζομαι ότι κάποιος είναι ψεύτης ή ότι κάτι που ειπώθηκε είναι αναληθές: η κυβέρνηση διέψευσε τις σχετικές φήμες – τον διαψεύδουν τα ίδια τα γεγονότα
✦ (παθητ.) αποδείχνομαι ψευδόμενος, αναληθής ή παραπλανητικός: διαψεύστηκαν οι ελπίδες του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.