διάρκεια


διάρκεια
Προφορά

Ετυμολογία
διάρκεια μεταγενέστερη ελληνική διάρκεια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διάρκεια

✦ χρονική συνέχεια κατά την οποία συντελείται κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.