διασκεδασμός


διασκεδασμός
Προφορά

Ετυμολογία
διασκεδασμός μεσαιωνική ελληνική διασκεδασμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διασκεδασμός

✦ διασκορπισμός
✦ (οπτ.) η κατά τη διάθλαση διάφορη εκτροπή ακτίνων διαφορετικού μήκους κύματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.